αφηνιασμος

αφηνιασμος
    ἀφηνιασμός
    ἀφ-ηνιασμός
    ὅ тж. pl. сопротивление, тж. бунт Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφηνιασμος" в других словарях:

  • ἀφηνιασμός — refusal to obey the reins masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφηνιασμός — ο (Α ἀφηνιασμός) το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι αρχ. η ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • ἀφηνιασμοῖς — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμοί — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμοῦ — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμούς — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμῷ — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφηνιασμόν — ἀφηνιασμός refusal to obey the reins masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφηνίαση — η (Α ἀφηνίασις) ο αφηνιασμός …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • παρεκτροπή — ή, ΝΑ [παρεκτρέπω] 1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή 2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα νεοελλ. 1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»